μαρκιωνία

μαρκιωνία
και μαρκία, η [μαρκίων]
(κατά τον μεσαίωνα)
1. παραμεθόρια επαρχία
2. η περιφέρεια διοικητικής εξουσίας τού μαρκησίου, το μαργραβάτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Πρωσία — (Preussen). Ιστορική περιοχή της Γερμανίας που μέχρι το 1945 αποτελούσε την περισσότερο εκτεταμένη περιοχή της χώρας με 13 επαρχίες, περιλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Βερολίνου. Μετά το B’ Παγκόσμιο πόλεμο η Π. εξαφανίστηκε από τις εσωτερικές… …   Dictionary of Greek

  • Marquisate of Bodonitsa — The margraviate or marquisate of Bodonitsa (also Vodonitsa or Boudonitza; Greek: Μαρκιωνία/Μαρκιζᾶτον τῆς Βοδονίτσας), today Mendenitsa, Phthiotis (180 km northwest of Athens), was a Frankish state in Greece following the conquests of the Fourth… …   Wikipedia

  • μαρκία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. η μάρτυς. Η μνήμη της τιμάται στις 27 Ιουνίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με τις Βαρερία, Κυρία, Μάρθα και Μαρία. Η μνήμη της τιμάται στις 6 Ιουνίου. * * * η βλ. μαρκιωνία …   Dictionary of Greek

  • Γένοβα ή Τζένοβα — (Genova). Πόλη (632.366 κάτ. το 2000) της Ιταλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (1.831 τ. χλμ., 913.218 κάτ. το 2000) στην περιοχή της Λιγηρίας, στον ομώνυμο κόλπο. Βρίσκεται σε προνομιούχα τοποθεσία, η οποία διευκολύνει τις επικοινωνίες της με… …   Dictionary of Greek

  • Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι …   Dictionary of Greek

  • Παλαβιτσίνι — (Pallavicini). Όνομα επιφανούς ιταλικής οικογένειας, από την Πάρμα της βόρειας Ιταλίας. Έδρασε στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Αυστρία, από τον 13o αι. μ.Χ. μέχρι τους χρόνους μας. 1. Γουίδων. Γενάρχης του ελληνικού κλάδου. Oνομαζόταν από τους… …   Dictionary of Greek

  • Ροβέρτος — I Λατίνος αυτοκράτορας (1221 28) της Κωνσταντινούπολης. Eξελέγη αυτοκράτορας από τους βαρόνους, μετά την άρνηση του μεγαλύτερου αδελφού του Φίλιππου να αναλάβει το αξίωμα. Η διαρκής όμως πίεση του Βατάτζη και του δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου, τον …   Dictionary of Greek

  • Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”